-
1 ερεφω
(fut. ἐρέψω и ἐρέψομαι, aor. ἤρεψα - эп. ἔρεψα и ἐρεψάμην)1) крыть, покрывать кровлей(τὰς οἰκίας Arph.; ξύλοις οἰκίαν Dem., Plut.)
2) (в виде крыши) класть(καθύπερθεν ὄροφον Hom.)
3) покрыватьλάχναι γένειον ἔρεφον (impf. = ἤρεφον) Pind. — подбородок покрылся пушком
4) увенчивать, украшать(ναόν Pind.; κρατήρων κρᾶτα Soph.)
; med. увенчивать себя(κισσῷ Eur.)
См. также в других словарях:
λάχνη — η (Α λάχνη) το πρώτο λεπτό τρίχωμα νέου άνδρα, το χνούδι («ὅτε λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον», Πίνδ.) νεοελλ. στον πληθ. οι λάχνες ανατ. μικρές λεπτές αγγειοφόρες προεξοχές που αυξάνουν το εμβαδόν τής επιφάνειας ενός υμένα, όπως είναι το χόριο… … Dictionary of Greek